- φιλόθερμος
- -η, -ο / φιλόθερμος, -ον, ΝΑαυτός που τού αρέσει η θερμότητα, η ζέστηνεοελλ.αυτός που ευδοκιμεί ή αναπτύσσεται σε θερμό περιβάλλον («φιλόθερμα φυτά» β. «φιλόθερμοι μύκητες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + θερμός (πρβλ. ομοιό-θερμος)].
Dictionary of Greek. 2013.